γλίνα — γλίνᾱ , γλίνη fem nom/voc/acc dual γλίνᾱ , γλίνη fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλίνα — η 1. χοιρινό λίπος, λίγδα: Στην ταβέρνα του χωριού μας μαγειρεύουν πατάτες με γλίνα. 2. λέρα, γλίντζα: Το ξενοδοχείο είχε παντού γλίνα. 3. αργιλώδης πηλός κατάλληλος για κατασκευή αγγείων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γλίνα — η (Μ γλίνη) 1. λίπος που βγαίνει από τον βρασμό κρεάτων και κυρίως χοιρινών 2. στρώμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια κρύου λιπαρού φαγητού ή μένει στα τοιχώματα τού μαγειρικού σκεύους 3. χοιρινό λίπος στο οποίο συντηρούνται καρυκευμένα κρέατα… … Dictionary of Greek
γλινώνω — [γλίνα] 1. αλείφω με γλίνα κάτι 2. προσθέτω γλίνα στο μαγείρεμα 3. (για έδαφος) γίνομαι γλιστερός … Dictionary of Greek
γλινιάζω — [γλίνα] 1. (για λιπαρά φαγητά και σκεύη) σχηματίζω στην επιφάνεια στρώμα λίπους ή έχω στα τοιχώματα υπολείμματα λίπους 2. (για αργιλότοπο) σχηματίζω γλιστερή λάσπη … Dictionary of Greek
άγλινος — η, ο αυτός που δεν έχει γλίνα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + γλίνα] … Dictionary of Greek
γλίτσα — και γλίντζα, γλίτζα, η 1. λίπος από βρασμένο κρέας, κυρίως χοιρινό, η γλίνα* 2. λεκές από λίπος 3. λιπαρή και γλιστερή βρομιά 4. «γλίτσα τής πέτρας» το φυτό ροκέλλη η φύκοψις. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθανώς από το κνίσα με τροπή τού σ σε τσ… … Dictionary of Greek
γλινιάρης — α, ικο γεμάτος γλίνα, βρόμικος … Dictionary of Greek
γλινό — το [γλίνα] χοιρινό πάχος … Dictionary of Greek
γλινώδης — γλινώδης, ες (Α) [γλίνα] ο γλοιώδης* … Dictionary of Greek
λίγδα — (I) η (Μ λιγδα) το λίπος, ιδίως το χοιρινό, η γλίνα νεοελλ. 1. λεκές από λίπος ή λάδι 2. μτφ. άνθρωπος τού οποίου η συναναστροφή ρυπαίνει ηθικά τους άλλους 3. κοινή ονομασία τού ψαριού σαργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίγδα (II). Κατ άλλη άποψη, < γλίδα … Dictionary of Greek